εμφύσημα

εμφύσημα
Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους ιστούς του λαιμού και του μεσοθωρακίου (ε. του μεσοθωρακίου). Παρόμοια κατάσταση δημιουργείται εξαιτίας της ανάπτυξης αερίων από αεριογόνα μικρόβια (αεριογόνα γάγγραινα) που έχουν εγκατασταθεί στους ιστούς. Πνευμονικό ε. ονομάζεται η αύξηση του περιεχομένου των πνευμόνων σε αέρα, εξαιτίας της διάτασης των κυψελίδων με λέπτυνση και τελικά εξαφάνιση των τοιχωμάτων τους. Το πνευμονικό ε. οφείλεται σε αύξηση της ενδοκυψελιδικής πίεσης από βήχα, βρογχόσπασμο κατά την εκπνοή, λοίμωξη, ερεθισμό του πνεύμονα από μολυσμένο αέρα στο επαγγελματικό περιβάλλον κλπ. Εκτός από τη διάταση των κυψελίδων, σημαντική είναι η ατροφία του πνευμονικού παρεγχύματος και η απώλεια της φυσιολογικής ελαστικότητάς του, που εξηγούν και την αιτία ανάπτυξης του πνευμονικού ε. στη γεροντική ηλικία. Το πνευμονικό ε. είναι συχνότερο στους καπνιστές και σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα (ακόμη και παιδιά). Κλινικά εγκαθίσταται προοδευτικά με βήχα, δύσπνοια και συριγμό κατά την αναπνοή. Λόγω του αέρα που παγιδεύεται στις διατεταμένες κυψελίδες, οι πνεύμονες μεγεθύνονται και, καθώς η νόσος εξελίσσεται, κατά την κλινική εξέταση ο θώρακας εμφανίζει χαρακτηριστικό βαρελοειδές σχήμα. Η πρόγνωση είναι κακή αν το πνευμονικό ε. δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, με διακοπή του καπνίσματος, βρογχοδιασταλτικά, αντιβίωση, αναπνευστικές ασκήσεις κλπ. Φωτογραφία πνευμονικού εμφυσήματος.
* * *
το (AM ἐμφύσημα)
νεοελλ.
διήθηση οργάνου από διείσδυση αέρα («εμφύσημα πνευμόνων ή πνευμονικό», υποδόριο ή μεσαυλικό, οξύ ή χρόνιο»)
μσν.
1. «θεῑον ή Θεοῡ ἐμφύσημα» — η επίπνευση τού Αγίου Πνεύματος, η θεοπνευστία
2. πνοή.
αρχ.
διόγκωση, πρήξιμο, φούσκωμα κάποιου μέρους τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμφύσημα — an inflation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφύσημα — το, ατος (ιατρ.), εξόγκωση ή διαστολή ιστών ή οργάνων του σώματος, που οφείλεται σε εισαγωγή αέρα από τραυματισμό των αναπνευστικών οδών, το φούσκωμα, πρήξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμφυσημάτων — ἐμφύσημα an inflation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήμασι — ἐμφύσημα an inflation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήμασιν — ἐμφύσημα an inflation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήματα — ἐμφύσημα an inflation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήματι — ἐμφύσημα an inflation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφυσήματος — ἐμφύσημα an inflation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφυσηματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα 2. ως ουσ. αυτός που υποφέρει ή πάσχει από εμφύσημα …   Dictionary of Greek

  • εμφυσηματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμφύσημα (βλ. λ.). 2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από εμφύσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”